υπονομευτής

υπονομευτής
ο
θηλ. -εύτρια
1. εργάτης που σκάβει υπονόμους, μιναδόρος.
2. μτφ., αυτός που επιδιώκει δόλια να βλάψει κάποιον: Οι φασίστες είναι υπονομευτές της δημοκρατίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπονομευτής — ο / ὑπονομευτής, ΝΑ, θηλ. υπονομεύτρια, Ν [ὑπονομεύω] εργάτης που διανοίγει υπονόμους νεοελλ. 1. ζωολ. γένος ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων που ανήκει στην οικογένεια τινεΐδες, ενώ σε άλλα συστήματα ταξινόμησης αποτελεί τον τυπικό εκπρόσωπο τής …   Dictionary of Greek

  • ὑπονομευτάς — ὑπονομευτά̱ς , ὑπονομευτής masc acc pl ὑπονομευτά̱ς , ὑπονομευτής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκαθιστής — ὁ, Μ [ὑποκαθίζω] 1. αυτός που στήνει ενέδρα, που ελλοχεύει 2. μτφ. υπονομευτής …   Dictionary of Greek

  • υπονομευτίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια λεπιδόπτερων εντόμων, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, με. τυπικό εκπρόσωπο το γένος υπονομευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hyponomeutidae] …   Dictionary of Greek

  • υπονομοποιός — ο, Ν εργάτης που ασχολείται με τη διάνοιξη υπονόμων, υπονομευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόνομος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή] …   Dictionary of Greek

  • μιναδόρος — ο ο εργάτης ορυχείου που τοποθετεί δυναμίτες, ο υπονομευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”