υπονομευτής — ο / ὑπονομευτής, ΝΑ, θηλ. υπονομεύτρια, Ν [ὑπονομεύω] εργάτης που διανοίγει υπονόμους νεοελλ. 1. ζωολ. γένος ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων που ανήκει στην οικογένεια τινεΐδες, ενώ σε άλλα συστήματα ταξινόμησης αποτελεί τον τυπικό εκπρόσωπο τής … Dictionary of Greek
ὑπονομευτάς — ὑπονομευτά̱ς , ὑπονομευτής masc acc pl ὑπονομευτά̱ς , ὑπονομευτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκαθιστής — ὁ, Μ [ὑποκαθίζω] 1. αυτός που στήνει ενέδρα, που ελλοχεύει 2. μτφ. υπονομευτής … Dictionary of Greek
υπονομευτίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια λεπιδόπτερων εντόμων, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, με. τυπικό εκπρόσωπο το γένος υπονομευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hyponomeutidae] … Dictionary of Greek
υπονομοποιός — ο, Ν εργάτης που ασχολείται με τη διάνοιξη υπονόμων, υπονομευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόνομος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή] … Dictionary of Greek
μιναδόρος — ο ο εργάτης ορυχείου που τοποθετεί δυναμίτες, ο υπονομευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)